- κακοβουλία
- κᾰκοβουλ-ία, ἡ,A ill-advisedness, J.BJ2.11.3, D.L.7.93, Quint.Ps.138(139).20, prob. in POxy.1101.7 (iv A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κακοβουλία — κακοβουλίᾱ , κακοβουλία ill advisedness fem nom/voc/acc dual κακοβουλίᾱ , κακοβουλία ill advisedness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοβουλίᾳ — κακοβουλίᾱͅ , κακοβουλία ill advisedness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοβουλία — η (AM κακοβουλία) [κακόβουλος] το να είναι κανείς κακόβουλος, εμπάθεια, μοχθηρία … Dictionary of Greek
κακοβουλίας — κακοβουλίᾱς , κακοβουλία ill advisedness fem acc pl κακοβουλίᾱς , κακοβουλία ill advisedness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοβουλίαν — κακοβουλίᾱν , κακοβουλία ill advisedness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοβουλίαις — κακοβουλία ill advisedness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
злосоветие — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (κακοβουλία) злое намерение, злоумышление … Словарь церковнославянского языка
κακοβουλοσύνη — κακοβουλοσύνη, ἡ (Α) [κακόβουλος] κακοβουλία* … Dictionary of Greek
καταχθονιότητα — η δολιότητα, κακοβουλία, κατεργαριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταχθόνιος. Η λ., στον λόγιο τ. καταχθονιότης, μαρτυρείται από το 1865 στο περιοδικό σύγγραμμα (Νέα) Πανδώρα] … Dictionary of Greek
ՉԱՐԱԽՈՀՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0565 Chronological Sequence: Unknown date, 14c գ. κακοφροσύνη, κακοβουλία, δυσβουλία, ἁβουλία mala mens, insana opinio, temeritas. Չար եւ անօրէն խորհուրդ. անտեղի մտածութիւն. յանդգնութիւն. անմտութիւն. *Եթէ ըստ ոմանց չարախոհութեանն ի բաց… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)